- χρωματίνη
- η физиол, хроматин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωματίνη — η, Ν (βιοχ.) 1. ουσία από την οποία αποτελούνται τα χρωματοσώματα 2. (ειδικότερα) το διάσπαρτο νουκλεοπρωτεϊνικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα κατά τη μεσόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Chromatine < γερμ. Chromatin < χρώμα, ατος… … Dictionary of Greek
ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
χρωματινικός — ή, ό, Ν [χρωματίνη] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωματίνη 2. φρ. «χρωματινικό φύλο» βλ. φύλο … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… … Dictionary of Greek
μεγαλοβλάστη — η (ανατ. ιατρ.) γιγάντια, μη φυσιολογική, ερυθροβλάστη που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πυρήνα με λεπτή μαργαριτοειδή χρωματίνη, αφ ενός, και φυσιολογικού κυτταροπλάσματος, αφ ετέρου … Dictionary of Greek
πλασματοκύτταρο — και πλασμοκύτταρο, το, Ν 1. ανατ. ωοειδές κύτταρο, 12 έως 15 χιλιοστών τού χιλιοστομέτρου, ο έκκεντρος πυρήνας τού οποίου παρουσιάζει βωλοειδή χρωματίνη και το έντονα βασεόφιλο κυτταρόπλασμά του είναι πλούσιο σε μιτοχόνδρια και εργαστόπλασμα, που … Dictionary of Greek
χρωματ(ο)- — και χρωμ(ο) Ν α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής που ανάγεται στη λ. χρώμα, ατος, και δηλώνει την παρουσία ή την πρόσδοση χρωστικής στο δηλούμενο από το α συνθετικό. Οι περισσότερες απ αυτές τις λέξεις έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως… … Dictionary of Greek
χρωμόσωμα — Oνομάζεται και χρωματόσωμα. Ένα από τα σωματίδια που χρωματίζονται με ειδικές χρωστικές και που είναι ορατό σε κάθε ζωικό και φυτικό κύτταρο στην περίοδο του πολλαπλασιασμού του. Στο κύτταρο που ηρεμεί τα χ. βρίσκονται στον πυρήνα και η ύπαρξή… … Dictionary of Greek